μεγεθοποίησις

μεγεθοποίησις
μεγεθο-ποίησις, εως, ,
A enlargement, Gal.19.448, Aët.16.115.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μεγεθοποίησις — μεγεθοποίησις, εως, ἡ (Α) [μεγεθοποιώ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μεγεθοποιώ, μεγέθυνση, μεγάλωμα …   Dictionary of Greek

  • μεγεθοποίησις — enlargement fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγεθοποιήσεως — μεγεθοποιήσεω̆ς , μεγεθοποίησις enlargement fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”